- απόνιψη
- To πλύσιμο των χεριών των καθολικών και των ορθόδοξων ιερέων πριν από τη Θεία Λειτουργία και κατά την προετοιμασία των τιμίων δώρων. Γίνεται στο ιερό του ναού, σε ειδική κόγχη που ονομάζεται χωνευτήριο. Για τους επισκόπους η α. τελείται σε άλλο χρόνο και με διαφορετική διαδικασία. Παλαιότερα η α. γινόταν από όλους τους πιστούς που προσέρχονταν στη Θεία Λειτουργία. Υπήρχαν διαφορετικά είδη α., όπως η ποδονιψία, κατάλοιπο της οποίας είναι το πλύσιμο των ποδιών 12 εφήβων κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα από τον πάπα και των ποδιών των μοναχών της μονής του Θεολόγου στην Πάτμο από τον ηγούμενό της, και η κεφαλονιψία που διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του 8ου αι. μ.Χ. στις εκκλησίες της Γαλλίας, της Ρώμης, της Αφρικής κ.α.
* * *η (AM ἀπόνιψις) [απονίπτω]κάθαρση από τις αμαρτίεςμσν.- νεοελλ.1. νίψη των χεριών του ιερέα προ της θείας λειτουργίαςαρχ.-μσν.νίψιμο, πλύσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.